αμφίδετος

αμφίδετος
ος , ον
1) соединённый; 2) привязанный (или закреплённый) с двух сторон; 3) мор. стоящий на двух якорях

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αμφίδετος" в других словарях:

  • αμφίδετος — η, ο (Α ἀμφίδετος, ον) νεοελλ. αυτός που είναι στερεωμένος με αμφιδετήση αρχ. αυτός που είναι τοποθετημένος ή δεμένος γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιδέω. ΠΑΡ. νεοελλ. ἀμφιδετώ] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφίδετον — ἀμφίδετος bound masc/fem acc sg ἀμφίδετος bound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιδέτους — ἀμφίδετος bound masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιδέω — ἀμφιδέω (Α) περιδένω, δένω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δέω «δένω». ΠΑΡ. αμφιδέτης, αμφίδετος αρχ. ἀμφίδεα, ἀμφιδέα] …   Dictionary of Greek

  • αμφιδετώ — ( έω) (για πλοία) στερεώνω, ασφαλίζω με αμφιδέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίδετος. ΠΑΡ. ἀμφιδέτηση] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»